παραβγάζω

παραβγάζω
1. εξάγω, βγάζω έξω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει («παράβγαλες το καρφί και δεν κρατάει τίποτα»)
2. παράγω περισσότερο από το συνηθισμένο και προσδοκώμενο («το χωράφι παράβγαλε σιτάρι εφέτος»)
3. μτφ. συνοδεύω κάποιον για λίγο κατά την αναχώρηση του από κάπου, κατευοδώνω, προπέμπω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραβγάζω — παράβγαλα, παραβγάλθηκα, παραβγαλμένος 1. παράγω, εξάγω περισσότερα απ όσα πρέπει ή περιμένει κανείς: Βγάζει ο τόπος τούτος καπνά; Βγάζει και παραβγάζει. – Είπαμε να βγάλουμε λίγο πιο έξω το μπαλκόνι του σπιτιού, μα εσύ το παράβγαλες. 2. συνοδεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παράβγαλμα — το [παραβγάζω] παρωνύμιο, παράνομα, παρατσούκλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”